Καθημερινή
3 Ιουνίου 2012
Ενδεκα Ελληνες οικονομολόγοι διεθνούς κύρους παρουσιάζουν την κατάσταση της οικονομίας, τις αναμενόμενες εξελίξεις και επιλογές: Μάριος Αγγελέτος (Massachusetts Institute of Technology), Δημήτρης Βαγιανός (London School of Economics), Νίκος Βέττας (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Ιωαννίδης (Tufts University), Γιώργος Κωνσταντινίδης (University of Chicago), Κώστας Μεγήρ (Yale University), Χάρης Ντέλλας (Universitat Bern), Νίκος Οικονομίδης (New York University), Μανόλης Πετράκης (Πανεπιστήμιο Κρήτης), Θανάσης Στέγγος (University of Guelph), Μιχάλης Χαλιάσος (Goethe University Frankfurt)
Η εξέλιξη της ελληνικής κρίσης την τελευταία διετία και τα πρόσφατα πολιτικά δρώμενα έχουν προκαλέσει στους Ελληνες αισθήματα μεγάλης αβεβαιότητας, σύγχυσης και φόβου. Τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα έχουν χάσει την επιρροή τους, τόσο γιατί αναγνωρίζεται ότι οι πολιτικές που εφάρμοσαν διαχρονικά οδήγησαν στην κρίση όσο και γιατί κατά τον χειρισμό της κρίσης δεν έδειξαν ειλικρίνεια και αποτελεσματικότητα. Στις πρόσφατες εκλογές οι πολίτες στράφηκαν σε μεγάλο βαθμό προς φωνές που είναι λαϊκίστικες, εθνικιστικές, ακόμη και αντικοινοβουλευτικές ή φασιστικές. Το έκαναν αυτό είτε ως αντίδραση στη δραματική μείωση των εισοδημάτων τους είτε γιατί, χωρίς άλλη πυξίδα για το μέλλον, αφήνονται να πιστέψουν ότι υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με ανησυχία τη χώρα μας και θεωρεί πλέον πολύ πιθανό ότι αυτή θα χρεοκοπήσει άτακτα και θα αποχωρήσει από το ευρώ. Η κατάσταση είναι κρίσιμη: υπάρχει σοβαρός κίνδυνος λάθους που θα επιβαρύνει, με μη αναστρέψιμο τρόπο, τουλάχιστον τις δύο επόμενες γενιές. Παρουσιάζουμε παρακάτω αναλυτικά την οπτική μας για την κρίση και τις αναμενόμενες εξελίξεις και επιλογές.
Η κρίση είναι ελληνική ή ευρωπαϊκή;
Και τα δύο. Η αναξιόπιστη και ανεπαρκής λειτουργία των θεσμών και οι υπερβολικοί περιορισμοί που το κράτος θέτει στον ανταγωνισμό και την επιχειρηματικότητα οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε χαμηλή ανταγωνιστικότητα, υπερβολικό δημόσιο χρέος και υψηλό έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου. To Δημόσιο επομένως σπαταλούσε χρήμα που δεν είχε, ενώ τα νοικοκυριά κατανάλωναν περισσότερο από ό,τι παρήγαγαν. Η κατανάλωση χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από δημόσιο χρέος, το οποίο συσσωρεύθηκε από το 1980 και μετά. Με την είσοδο στο ευρώ, αντί να γίνει εκμετάλλευση της ευνοϊκής συγκυρίας για βελτίωση των δημόσιων οικονομικών και διαρθρωτικές αλλαγές που θα οδηγούσαν στην αύξηση των επενδύσεων, τα χαμηλά επιτόκια οδήγησαν σε αύξηση του εξωτερικού δανεισμού ενώ η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας συνέχιζε να μειώνεται. Συγχρόνως οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί εποπτείας αποδείχθηκαν απόλυτα ανεπαρκείς στο να περιορίσουν το πρόβλημα: ο υπερβολικός δανεισμός της Ελλάδας γινόταν εν γνώσει των Ευρωπαίων εταίρων της, οι οίκοι αξιολόγησης εκτιμούσαν λανθασμένα ότι τα ελληνικά ομόλογα είχαν χαμηλό κίνδυνο, και οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν είχαν επαρκή κίνητρα από τις εποπτικές τους αρχές να στραφούν σε ομόλογα από χώρες με χαμηλότερο κίνδυνο.
Οταν εκδηλώθηκε η κρίση, το βάρος του συσσωρευμένου χρέους ήταν τέτοιο που μια οικονομία δεν μπορούσε να το χειρισθεί μόνη της, ιδίως όταν αυτή ήταν ήδη μη ανταγωνιστική και με τραπεζικό σύστημα εκτεθειμένο σε επισφαλή δανεισμό. Αν και άλλες χώρες της Eυρωζώνης αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπερβολικού δανεισμού, γεγονός που αντανακλά και τις ατελείς δομές της ένωσης, η Ελλάδα ήταν ο πλέον αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα. Το μέγεθος του προβλήματος μπορεί να γίνει κατανοητό με έναν απλό υπολογισμό. Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού το 2009 ήταν 15,4% του Εθνικού Προϊόντος ή 36,3 δισεκατομμύρια ευρώ - αυτό σημαίνει ότι το Δημόσιο ξόδεψε μόνο εκείνη τη χρονιά περίπου 12.900 ευρώ που δεν είχε για κάθε ελληνική τετραμελή οικογένεια και αύξησε ισόποσα το χρέος.
Περισσότερα
Βλ. επίσης
No comments:
Post a Comment