Καθημερινή
18 Δεκεμβρίου 2011
Για τον Αμερικανό δημοσιογράφο Μάικλ Λιούις το πάρτι των πιστώσεων την περίοδο 1990 - 2008 δεν ήταν απλώς χρήμα. Ηταν πειρασμός. Στο τελευταίο του βιβλίο γράφει ότι τα δανεικά «προσέφεραν σε ολόκληρες κοινωνίες την ευκαιρία να αποκαλύψουν κάποιες πτυχές του χαρακτήρα τους, στις οποίες υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχαν την πολυτέλεια να ενδώσουν. Ολόκληρες χώρες ενημερώθηκαν ότι ”τα φώτα έσβησαν, μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε και κανείς δεν θα το μάθει ποτέ”. Κάθε λαός ήθελε να κάνει διαφορετικά πράγματα με αυτό το χρήμα όσο τα φώτα θα έμεναν σβηστά. Οι Αμερικανοί ήθελαν να αποκτήσουν σπίτια, πολύ μεγαλύτερα απ’ αυτά που επέτρεπαν οι οικονομικές τους δυνατότητες και να επιτρέψουν στους δυνατούς να εκμεταλλεύονται τους αδύνατους. Οι Ισλανδοί ήθελαν να αφήσουν το ψάρεμα και να γίνουν στελέχη επενδυτικής στρατηγικής... Οι Γερμανοί ήθελαν να γίνουν πιο Γερμανοί... όταν τους δόθηκε η ευκαιρία να πάρουν κάτι τσάμπα οι Γερμανοί απλώς αγνόησαν την προσφορά. ”Δεν σημειώθηκε πιστωτική έκρηξη στη Γερμανία” λέει ο (υφυπουργός Οικονομικών) Γκέοργκ Ασμούσεν. ”Οι τιμές των ακινήτων παρέμειναν εντελώς αμετάβλητες”... Ολες αυτές οι διαφορετικές κοινωνίες επηρεάσθηκαν από το ίδιο γεγονός, αλλά κάθε μία αντέδρασε με τον δικό της ιδιόμορφο τρόπο. Αλλά καμιά αντίδραση δεν ήταν τόσο ιδιόμορφη όσο των Ελλήνων...». Το σχετικό για την Ελλάδα κεφάλαιο του βιβλίου, έχει τίτλο «Καθένας για την πάρτη του».
Πιο έκπληκτος, πάντως, και από την επίσκεψή του στην Ελλάδα, ο Μάικλ Λιούις είναι για την Ιρλανδία. Οχι γιατί «έσκασε», αλλά για το γεγονός ότι το πολιτικό της σύστημα φόρτωσε στον λαό τα χρέη των τραπεζών και ο λαός δεν διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό.
Φούσκα ακινήτων
Το «δεύτερο ιρλανδικό θαύμα» ήταν μια φούσκα ακινήτων που τροφοδοτήθηκε από την ακίνητη περιουσία και τις ανέλεγκτες τράπεζες που μοίραζαν αφειδώς ξένα δανεικά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η Ιρλανδία ήταν φτωχότερη από την Ελλάδα. Οπως γράφει στο τελευταίο του βιβλίο ο Παύλος Τσίμας, «το 1985 η Ιρλανδία είχε κατά κεφαλήν εισόδημα 20% χαμηλότερο απ’ ό,τι η Ελλάδα και η ανεργία ήταν κοντά στο 20% (7% στην Ελλάδα) και το δημοσιονομικό χρέος 102% του ΑΕΠ (το ελληνικό ήταν 54%). Είκοσι χρόνια αργότερα, το 2005, το βιοτικό επίπεδο της Ιρλανδίας ήταν κατά 40% υψηλότερο του ελληνικού, η ανεργία είχε σχεδόν μηδενιστεί και το δημόσιο χρέος (το οποίο στην Ελλάδα ήταν πια 110%), είχε περιοριστεί στο 30% του ΑΕΠ, ακριβώς επειδή το ΑΕΠ –ο ετήσια παραγόμενος εθνικός πλούτος– είχε στο μεταξύ αυξηθεί με ραγδαίους ρυθμούς».
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του επιπλέον πλούτου δημιουργήθηκε εξαιτίας του «πρώτου ιρλανδικού θαύματος». Η Ιρλανδία είχε προχωρήσει σε ένα γενναίο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, είχε απελευθερώσει την οικονομία της και έγινε προορισμός ξένων επενδύσεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση. «Μέσα σε 15 χρόνια», είπε στον Π. Τσίμα, ο Ιρλανδός Ντέιβιντ Μακ Ουίλιαμς «οι αμερικανικές επενδύσεις στην Ιρλανδία ήταν διπλάσιες απ’ ό,τι στην Κίνα και στην Ινδία μαζί... Το 2000 τέλειωσε η πρώτη φάση. Η δεύτερη αρχίζει με την ένταξη της Ιρλανδίας στο ευρώ, το 2001. Ηταν τα χρόνια των φθηνών δανεικών. Τα επιτόκια έπεσαν. Οι τράπεζες έχασαν τα λογικά τους. Η χώρα έχασε τα λογικά της. Δημιουργήθηκε μια φούσκα στις τιμές των ακινήτων...».
Περισσότερα
No comments:
Post a Comment