του Δημήτρη Κ. Ψυχογιού
Το Βήμα
24 Δεκεμβρίου 2010
Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στον βυζαντινό καισαροπαπισμό, στο ισλαμικό χαλιφάτο, στο παπικό κράτος, στους ευρωπαϊκούς θρησκευτικούς πολέμους ή στους ευαγγελικούς πάστορες των ΗΠΑ για να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ του προφανούς: οι θρησκείες (οι Εκκλησίες στην περίπτωση του χριστιανισμού) ήσαν ανέκαθεν και είναι ακόμα συνδεμένες με το πολιτικό φαινόμενο. Αρκεί να θυμηθούμε πως για πρώτη φορά αναδείχθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών χωρίς κρατική θεσμική παρέμβαση μόλις το 1998, ο Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης. Ως τότε διοριζόταν από την κυβέρνηση ή τον βασιλιά με βάση το «τριπρόσωπο», μεταξύ δηλαδή τριών προσώπων που προτείνονταν από την Ιεραρχία. Δηλαδή, η Εκκλησία της Ελλάδας ήταν πάντα μέρος του κράτους και υπό τον έλεγχο της εκάστοτε κυβέρνησης που δεν δίσταζε να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της καταργώντας μητροπολίτες ή και αρχιεπισκόπους που δεν της ήσαν αρεστοί και διορίζοντας άλλους, με αποτέλεσμα διενέξεις που διαρκούσαν δεκαετίες. Σπάνια η Εκκλησία αμφισβήτησε το δικαίωμα των κυβερνήσεων, δηλαδή των πολιτικών, να επεμβαίνουν, εκτός από περιπτώσεις που θίγονταν ζωτικά συμφέροντά της, π.χ. η εκκλησιαστική περιουσία, όπως συνέβη κατά τη δεύτερη πρωθυπουργία του Ανδρέα Παπανδρέου. Η πρωτοκαθεδρία των πολιτικών έναντι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας αμφισβητήθηκε ουσιαστικά μόνο από τον Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη όπου διεκδίκησε για τον εαυτό του κεντρικό πολιτικό ρόλο, ερχόμενος μάλιστα σε ευθεία αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Κώστα Σημίτη, όταν η τελευταία αποφάσισε να μην αναγράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητες. Σε οποιαδήποτε δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία θα ήταν αδιανόητο να απαγορευθεί στους κληρικούς ή στην Εκκλησία που τους εκπροσωπεί συλλογικά να διατυπώνουν πολιτικές απόψεις. Πρόκειται για δικαίωμα που το έχει κάθε πολίτης και κάθε συλλογικότητα πολιτών. Από εκεί και πέρα, στον κάθε κληρικό χωριστά και στην Εκκλησία συνολικά εναπόκειται να αποφασίσει αν τη συμφέρει, πώς και προς ποια κατεύθυνση θα ασκήσει το αναφαίρετο δικαίωμα της συμμετοχής στα πολιτικά πράγματα. Και ο τρόπος που το ασκεί κρίνεται, όπως κρίνεται για κάθε άλλον.
Αυτό που δεν δικαιούνται η Εκκλησία και οι ιερωμένοι είναι να αρνούνται ότι κάνουν πολιτική και να ισχυρίζονται ότι εκφράζουν κάτι ανώτερο και διαχρονικό, το «εθνικό» έναντι του «κομματικού» που εκφράζουν οι πολιτικοί. Και όμως είναι κάτι που συμβαίνει πάντα όταν ο λόγος τους ξεφεύγει από τα θέματα χριστιανικής πίστεως που είναι αρμοδιότητά τους, συχνότερα επί Χριστόδουλου (που είχε διεκδικήσει ρητά τον ρόλο του «εθνάρχη» για τον εαυτό του), αραιότερα τώρα, με γνωστότερο παράδειγμα τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθιμο Ρουσσά. Οποιαδήποτε δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία θα ήταν αδιανόητο να δεχθεί ότι υπάρχουν υποκείμενα, ατομικά ή συλλογικά, που την υπερβαίνουν και μπορούν να ομιλούν εξ ονόματός της, χωρίς να εντάσσονται στις αντιθέσεις της. Ακόμα και οι κληρονομικοί βασιλείς που υπάρχουν σε τέτοιες κοινωνίες (πολύ περισσότερο οι εκλεγμένοι πρόεδροι) είναι υποχρεωμένοι να εκφράζουν αυτό που θέλει το Κοινοβούλιο, αλλιώς παραιτούνται. Οταν η Εκκλησία της Ελλάδος ή μεμονωμένοι κληρικοί δηλώνουν ότι εκφράζουν το «εθνικό» για θέματα όπως οι ταυτότητες, τα σχολικά βιβλία, οι σχέσεις με τις γειτονικές χώρες ή (προ ημερών) η οικονομία, δείχνουν ότι δεν έχουν αποδεχθεί τους κανόνες της δημοκρατίας, ότι θέλουν να είναι πάνω και πέρα από τις διαδικασίες έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Περισσότερα
No comments:
Post a Comment