του Νίκου Κ. Κυριαζή
Το Βήμα
6 Μαρτίου 2011
Οι χώρες της ΟΝΕ έχουν χάσει το ένα από τα δύο παραδοσιακά μέσα άσκησης οικονομικής πολιτικής, της νομισματικής, που είναι πια αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΚΤ. Σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τείνουν να χάσουν και την αυτονομία του δεύτερου, της δημοσιονομικής, γιατί οι φορολογικοί συντελεστές για τους έμμεσους φόρους κινούνται σε συγκεκριμένα όρια (15%-25% για τον ΦΠΑ) αποφασισμένα από την ΕΕ. Ακόμη περισσότερο για την Ελλάδα και για άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικό πρόβλημα, στόχος της δημοσιονομικής πολιτικής είναι η εξισορρόπηση εσόδων και δαπανών και η αποπληρωμή του χρέους, που σημαίνει αναγκαιότητα δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων, άρα πολύ περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Αυτό βέβαια συνεπάγεται ύφεση.
Η βαθιά ύφεση θέτει το θέμα της ανταγωνιστικότητας. Οταν υπήρχε η δυνατότητα ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής, γινόταν απόπειρα τόνωσης της ανταγωνιστικότητας με μεγάλες (η τελευταία για την Ελλάδα 15%) υποτιμήσεις του νομίσματος. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι υποτιμήσεις έδιναν προσωρινή ώθηση στην ανταγωνιστικότητα, ποτέ όμως μόνιμη, όπως φαίνεται από τα πάντα ελλειμματικά μας ισοζύγια, που «πληρώνονταν» με μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού, κάποια έτη της τάξεως του 25%. Τώρα που δεν υπάρχει η δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής αναζητείται από την τρόικα και την κυβέρνηση η «εσωτερική» υποτίμηση ως μέσο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, δηλαδή η συμπίεση του κόστους και σε μεγάλο βαθμό του κόστους εργασίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τη συνταγή αυτή την έχει ακολουθήσει οικειοθελώς η Γερμανία την τελευταία δεκαετία, έχοντας καταργήσει τον 13ο μισθό (14ος δεν υπήρχε ποτέ) και δίνοντας μικρές μισθολογικές αυξήσεις.
Ως προς την εργασία, σημασία για την ανταγωνιστικότητα δεν έχει το απόλυτο ύψος των αμοιβών, αλλά η σχέση τους με την παραγωγικότητα.
Περισσότερα
No comments:
Post a Comment